- πασπατευτής
- οαυτός που συνηθίζει να πασπατεύει, να ψάχνει, να ψαχουλεύει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.